ἱερακοπόδιον

ἱερακοπόδιον
ἱερακοπόδιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιερακοπόδιον — ἱερακοπόδιον, τὸ (Α) το φυτό λυχνίς η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνο πόδιον, κλινο πόδιον)] …   Dictionary of Greek

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”